- ἐλατήριος
ἐλατήριος, ον, vertreibend; καϑαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962; Sp.; – τὸ ἐλατήριον, Abführungsmittel, Theophr., Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλατήριος, ον, vertreibend; καϑαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962; Sp.; – τὸ ἐλατήριον, Abführungsmittel, Theophr., Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλατήριος — driving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελατήριος — ον βλ. ελατήριο … Dictionary of Greek
ἐλατήριον — ἐλατήριος driving masc/fem acc sg ἐλατήριος driving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατηρίοις — ἐλατήριος driving masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατηρίοισι — ἐλατήριος driving masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατηρίου — ἐλατήριος driving masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατηρίων — ἐλατήριος driving masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατηρίῳ — ἐλατήριος driving masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατήρια — ἐλατήριος driving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατήριοι — ἐλατήριος driving masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελατήριο — το (AM ἐλατήριος, ον) νεοελλ. 1. όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται κάτι σε κίνηση («το ελατήριο τού ρολογιού, τα ελατήρια τής μηχανής») 2. βαθύτερη αιτία, κίνητρο («τα ελατήρια τού εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.») 3. φρ. «πετάχτηκα,… … Dictionary of Greek