- ἐξ-άρυσις
ἐξ-άρυσις, ἡ, das Ausschöpfen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-άρυσις, ἡ, das Ausschöpfen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωμήρυσις — ζωμήρυσις, ἡ (Α) μεγάλο κουτάλι που χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική για τη συγκέντρωση και απόρριψη τών αφρών που εμφανίζονταν κατά τον βρασμό, ιδίως τού κρέατος, δηλ. για το ξάφρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυσις < αρύω*«αντλώ υγρό» με έκταση… … Dictionary of Greek
οινήρυσις — οἰνήρυσις, ἡ (Α) αγγείο, για άντληση οίνου («φέρε τὴν οἰνήρυσιν ἵν οἶνον ἐγχέω λαβὼν ἐς τοὺς χόας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἄρυσις (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ζωμ ήρυσις. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek