- ἐξάρτῡσις
ἐξάρτῡσις, ἡ, Zubereitung, Zurüstung, Iambl. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξάρτῡσις, ἡ, Zubereitung, Zurüstung, Iambl. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξάρτυσις — equipment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαρτύσει — ἐξάρτυσις equipment fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξαρτύσεϊ , ἐξάρτυσις equipment fem dat sg (epic) ἐξάρτυσις equipment fem dat sg (attic ionic) ἐξαρτύω get ready aor subj act 3rd sg (epic) ἐξαρτύω get ready fut ind mid 2nd sg ἐξαρτύω get… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαρτύσεις — ἐξάρτυσις equipment fem nom/voc pl (attic epic) ἐξάρτυσις equipment fem nom/acc pl (attic) ἐξαρτύω get ready aor subj act 2nd sg (epic) ἐξαρτύω get ready fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαρτύσιος — ἐξάρτυσις equipment fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάρτυσιν — ἐξάρτυσις equipment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων … Dictionary of Greek
μετεξάρτυσις — μετεξάρτυσις, ἡ (Α) (για πολεμικό μηχάνημα) προπαρασκευή ή προετοιμασία για βολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐξάρτυσις, μέσω ενός αμάρτυρου *μετεξαρτύω] … Dictionary of Greek
ἐξαρτύσεως — ἐξαρτύσεω̆ς , ἐξάρτυσις equipment fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαρτύσῃ — ἐξαρτύσηι , ἐξάρτυσις equipment fem dat sg (epic) ἐξαρτύω get ready aor subj mid 2nd sg ἐξαρτύω get ready aor subj act 3rd sg ἐξαρτύω get ready fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)