- ἐξ-οίκησις
ἐξ-οίκησις, ἡ, das Ausziehen, Auswandern, Plat. Legg. IV, 704 c VIII, 850 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-οίκησις, ἡ, das Ausziehen, Auswandern, Plat. Legg. IV, 704 c VIII, 850 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἴκησις — the act of dwelling fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσει — οἴκησις the act of dwelling fem nom/voc/acc dual (attic epic) οἰκήσεϊ , οἴκησις the act of dwelling fem dat sg (epic) οἴκησις the act of dwelling fem dat sg (attic ionic) οἰκέω inhabit aor subj act 3rd sg (epic) οἰκέω inhabit fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσεις — οἴκησις the act of dwelling fem nom/voc pl (attic epic) οἴκησις the act of dwelling fem nom/acc pl (attic) οἰκέω inhabit aor subj act 2nd sg (epic) οἰκέω inhabit fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσεσι — οἴκησις the act of dwelling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσεσιν — οἴκησις the act of dwelling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσηι — οἴκησις the act of dwelling fem dat sg (epic) οἰκήσῃ , οἰκέω inhabit aor subj mid 2nd sg οἰκήσῃ , οἰκέω inhabit aor subj act 3rd sg οἰκήσῃ , οἰκέω inhabit fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσιας — οἴκησις the act of dwelling fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσιος — οἴκησις the act of dwelling fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκαφής — κατασκαφής, ές (Α) ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυ σκαφής, νεο σκαφής] … Dictionary of Greek
οίκηση — η (ΑΜ οἴκησις) [οικώ] 1. η χρησιμοποίηση στεγασμένου χώρου για διαμονή, το να κατοικεί κανείς, η κατοίκηση 2. ο τόπος όπου κατοικεί κάποιος, κατοικία, οίκημα, σπίτι («κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα», Σοφ.) νεοελλ. 1. (νομ.) προσωπική δουλεία υπέρ… … Dictionary of Greek
οικήσιμος — η, ο (Α οἰκήσιμος, ον) [οίκησις] αυτός που μπορεί να κατοικηθεί, που είναι κατάλληλος για κατοίκηση, κατοικήσιμος («ὑλοφόρα καὶ δενδροφόρα καὶ τὸ ὅλον οἰκήσιμά ἐστιν», Πολ.) … Dictionary of Greek