- ἐξ-οίκισις
ἐξ-οίκισις, ἡ, das Vertreiben, Wegführen aus der Heimath anderswohin, Plat. Legg. IV, 704 c, v. l. für ἐξοίκησις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-οίκισις, ἡ, das Vertreiben, Wegführen aus der Heimath anderswohin, Plat. Legg. IV, 704 c, v. l. für ἐξοίκησις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἴκισις — colonization fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίσεις — οἴκισις colonization fem nom/voc pl (attic epic) οἴκισις colonization fem nom/acc pl (attic) οἰκίζω found as a colony aor subj act 2nd sg (epic) οἰκίζω found as a colony fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴκισιν — οἴκισις colonization fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ekistics — The term Ekistics (coined by Konstantinos Apostolos Doxiadis in 1942) applies to the science of human settlements. [Ekistics Summary] It includes regional, city, community planning and dwelling design. It involves the study of all kinds of human… … Wikipedia
οίκιση — η (Α οἴκισις) [οικίζω] ίδρυση πόλης και εγκατάσταση κατοίκων σε αυτήν, αποίκιση, αποικισμός νεοελλ. εγκατάσταση κάποιου σε οικία, σε κατοικία … Dictionary of Greek
οικισία — οἰκισία, ἡ (Α) εγκατάσταση αποί κων, αποικισμός, αποίκιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού οἴκισις, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
οἰκίσεως — οἰκίσεω̆ς , οἴκισις colonization fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίσῃ — οἰκίσηι , οἴκισις colonization fem dat sg (epic) οἰκίζω found as a colony aor subj mid 2nd sg οἰκίζω found as a colony aor subj act 3rd sg οἰκίζω found as a colony fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)