- ἐξ-ολοθρευτής
ἐξ-ολοθρευτής, ὁ, der Zerstörer, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ολοθρευτής, ὁ, der Zerstörer, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλοθρευτής — destroy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοθρευτής — ο, θηλ. ολοθρεύτρια (ΑΜ ὀλοθρευτής, Α θηλ. ὀλοθρεύτρια) [ολοθρεύω] εξολοθρευτής («Ἰωσὴφ ὁ γενναῑος ἀγωνιστὴς... ὁ τῆς πλάνης ὀλοθρευτής», Μηναί.) … Dictionary of Greek
ὀλοθρευταῖς — ὀλοθρευτής destroy masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοθρευταί — ὀλοθρευτής destroy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοθρευτοῦ — ὀλοθρευτής destroy masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοθρευτῇ — ὀλοθρευτής destroy masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοθρευτήν — ὀλοθρευτής destroy masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοθρευτά — ὀλοθρευτά̱ , ὀλοθρευτής destroy masc nom/voc/acc dual ὀλοθρευτής destroy masc voc sg ὀλοθρευτής destroy masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοθρευτάς — ὀλοθρευτά̱ς , ὀλοθρευτής destroy masc acc pl ὀλοθρευτά̱ς , ὀλοθρευτής destroy masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьсегоубитель — ВЬСЕГОУБИТЕЛ|Ь (2*), Ѧ с. Тот, кто всех губит: х(с)у пожершюсѩ за ны. на(с) же премину всегубѩи дь˫аво(л). ˫ако нѣкы(х) первѣнець. первы(х) бл҃городь˫а д҃шь наши(х). и печа(т) помазань˫а ч(с)тны˫а крове. страшнѣи бо е(с) всегубителѩ бѣса. ГБ XIV … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ολοθρευτικός — ή, ό (ΑΜ ὀλοθρευτικός, ή, όν) [ολοθρευτής] εξολοθρευτικός, καταστρεπτικός, φθοροποιός … Dictionary of Greek