- ἐξ-ολοθρευτικός
ἐξ-ολοθρευτικός, ή, όν, zerstörend, Schol. Ar. Plut. 443.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ολοθρευτικός, ή, όν, zerstörend, Schol. Ar. Plut. 443.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλοθρευτικός — destructive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοθρευτικός — ή, ό (ΑΜ ὀλοθρευτικός, ή, όν) [ολοθρευτής] εξολοθρευτικός, καταστρεπτικός, φθοροποιός … Dictionary of Greek
ὀλοθρευτικόν — ὀλοθρευτικός destructive masc acc sg ὀλοθρευτικός destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοθρευτικαῖς — ὀλοθρευτικός destructive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοθρευτικοῦ — ὀλοθρευτικός destructive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοθρευτικῆς — ὀλοθρευτικός destructive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοθρευτικήν — ὀλοθρευτικός destructive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοθρευτικῷ — ὀλοθρευτικός destructive masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)