ἐν-θαλαμεύομαι

ἐν-θαλαμεύομαι

ἐν-θαλαμεύομαι, = ϑαλαμεύομαι ἐν, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλαμεύω — (AM) [θάλαμος] μσν. ασπάζομαι, υιοθετώ («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. φέρνω στον νυφικό θάλαμο, παίρνω ως σύζυγο 2. (για ζώο) κρύβομαι στη φωλιά μου 3. παθ. (για γυναίκες) θαλαμεύομαι α) μένω κλεισμένη σε θάλαμο β)… …   Dictionary of Greek

  • συνθαλαμεύομαι — και ξυνθαλαμεύομαι Μ ζω στον ίδιο θάλαμο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θαλαμεύομαι «μένω κλεισμένος σε θάλαμο» (< θάλαμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”