ἐξ-οδικός

ἐξ-οδικός

ἐξ-οδικός, ή, όν, zum Ausgang gehörig, μέλη u. ä., Sp. – Adv. ἐξοδικῶς, ausführlich, umständlich, D. L. 9, 64.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις οδούς, στους δρόμους (α. «οδική κυκλοφορία» η διακίνηση ανθρώπων και οχημάτων που γίνεται στις διάφορες οδούς κυκλοφορίας β. «κώδικας οδικής κυκλοφορίας» νομοθετική ρύθμιση τής κυκλοφορίας πεζών και… …   Dictionary of Greek

  • οδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις οδούς ή αποτελείται από οδούς: Οδικό δίκτυο. – Οδική κυκλοφορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προοδικός — ή, όν, Μ αυτός που εκπορεύεται, που εκπηγάζει από κάπου. Επίρ. προοδικῶς κατά την εκπόρευση, όπως εκπηγάζει κάτι από κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οδικός (< ὁδός), πρβλ. παρ οδικός] …   Dictionary of Greek

  • Autobahn 90 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR A Αυτοκινητόδρομος A90 in Griechenland …   Deutsch Wikipedia

  • BOAK — Autobahn 90 (Aftokinitodromos 90) Länge: 200 km …   Deutsch Wikipedia

  • GR-A90 — Autobahn 90 (Aftokinitodromos 90) Länge: 200 km …   Deutsch Wikipedia

  • Highways in Greece — are generally organized so that the odd numbered highways are of north south alignment and even numbered highways are aligned east west. However there are many exceptions. The designation of some important roads of Greece as national was decided… …   Wikipedia

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κάμπος — I Ονομασία 38 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 249 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 91 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”