ἐν-θεματισμός

ἐν-θεματισμός

ἐν-θεματισμός, , das Einsetzen, Pfropfen, Clem. Al.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεματισμός — ο (Α θεματισμός) [θεματίζω] νεοελλ. μουσ. στον πληθ. οι θεματισμοί δύο από τα άφωνα μεγάλα σημάδια με τα οποία έγινε η σημειογραφία τού στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής μουσικής αρχ. 1. διατύπωση, θέση, ορισμός υποθέσεως προς συζήτηση 2.… …   Dictionary of Greek

  • θεματισμόν — θεματισμός laying down masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”