- ἐν-θεναρίζω
ἐν-θεναρίζω, = ἐγχειρέω, Hesych., s. simpl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-θεναρίζω, = ἐγχειρέω, Hesych., s. simpl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεναρίζω — (Α) [θέναρ] (κατά τον Ησύχ.) «θεναρίζει τύπτει» … Dictionary of Greek
θέναρ — το (Α θέναρ, αρος) ανατ. σαρκώδης προεξοχή τής παλάμης που σχηματίζεται από τους μυς τού αντίχειρα στη βάση του, το κοίλο τής παλάμης, η χούφτα αρχ. 1. το πέλμα τού ποδιού 2. φρ. α) «θέναρ βωμοῖο» το κοίλωμα που βρισκόταν πάνω στην επιφάνεια τού… … Dictionary of Greek