- ἐξ-οικιστής
ἐξ-οικιστής, ὁ, der aus dem Hause, dem Wohnsitze Vertreibende, Charond. bei Stob. flor. 44, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-οικιστής, ὁ, der aus dem Hause, dem Wohnsitze Vertreibende, Charond. bei Stob. flor. 44, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκιστής — colonizer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικιστής — ο (Α οἰκιστής) [οικίζω] αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας αρχ. 1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη 2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί (στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε… … Dictionary of Greek
οικιστής — ο αυτός που ιδρύει πόλη ή αποικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκισταῖς — οἰκιστής colonizer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκισταί — οἰκιστής colonizer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστοῦ — οἰκιστής colonizer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστῇ — οἰκιστής colonizer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστέων — οἰκιστής colonizer masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστήν — οἰκιστής colonizer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστῶν — οἰκιστής colonizer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκιστά — οἰκιστά̱ , οἰκιστής colonizer masc nom/voc/acc dual οἰκιστής colonizer masc voc sg οἰκιστής colonizer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)