- πεντηκοντό-γυος
πεντηκοντό-γυος, von funfzig Hufen od. Morgen Ackerlandes, Il. 9, 579, τέμενος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοντό-γυος, von funfzig Hufen od. Morgen Ackerlandes, Il. 9, 579, τέμενος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετράγυος — και δ. γρφ. τετρόγυος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση τεσσάρων γυών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράγυον (ως μονάδα μέτρησης έκτασης) τεμάχιο γης που μπορεί να οργώσει κανείς σε μια μέρα («τετράγυον δ εἴη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γύης… … Dictionary of Greek