- πεντηκοντ-όργυιος
πεντηκοντ-όργυιος, von funfzig Klaftern, Her. 2, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοντ-όργυιος, von funfzig Klaftern, Her. 2, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακοντόργυιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριάντα οργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ὀργυιά (πρβλ. πεντηκοντ όργυιος)] … Dictionary of Greek