ἐν-αλίγκιος

ἐν-αλίγκιος

ἐν-αλίγκιος, auch ἐναλιγκίη, Ap. Rh. 3, 857 u. öfter, ähnlich, gleich; τινί, Il. 5, 5; ἄνδρα ϑεοῖς ἐναλίγκια μήδε' ἔχοντα Od. 13, 89; ϑεοῖς ἐν. αὐδήν 1, 371, wie Hes. Sc. 88; χεῖρας Ἄρεϊ Pind. I. 7, 37; Parmen. bei Plat. Soph. 244 e u. sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλίγκιος — ἀλίγκιος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ποιητική με αβέβαιη ετυμολογία. Η σύνδεση της με το αρχ. σλαβ. lice «μάγουλο, πρόσωπο» φαίνεται αυθαίρετη. Εξάλλου η ακριβής σχέση τής λ. ἀλίγκιος με τη συνώνυμή της ἐναλίγκιος (που… …   Dictionary of Greek

  • ἀλίγκιος — resembling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίγκιον — ἀλίγκιος resembling masc/fem acc sg ἀλίγκιος resembling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιγκίου — ἀλίγκιος resembling masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίγκια — ἀλίγκιος resembling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίγκιε — ἀλίγκιος resembling masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίγκιοι — ἀλίγκιος resembling masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • лик — I I., род. п. а, ликовать, ликую, укр. лик толпа, собрание , ликувати ликовать , блр. лiковаць, др. русск., ст. слав. ликъ χορός (Еuсh. Sin.; Супр.), болг. лик хор . Заимств. из гот. laiks танец , laikan скакать, прыгать , др. исл. leikr игра , д …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • προσαλίγκιος — ον, Α όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀλίγκιος «αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”