ἐμ-βολεύς

ἐμ-βολεύς

ἐμ-βολεύς, , Alles, was hineingesteckt wird, Pflock, Pfropf, Sp.; κράμβης ἐμβ., = πάσσαλος, Ep. ad. 176 (VI, 21), das Holz, mit welchem beim Kohlpflanzen Löcher in die Erde gemacht werden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιχθυβολεύς — ἰχθυβολεύς, έως, ὁ (Α) ιχθυβόλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βολεύς (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αμφι βολεύς, ανα βολεύς] …   Dictionary of Greek

  • καταβολεύς — καταβολεύς, έως, ὁ (Α) 1. ο ιδρυτής 2. αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει 3. στον πληθ. οἱ καταβολεῑς υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα προς το κράτος χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ < καταβάλλω «ιδρύω, καταβάλλω χρήματα» +… …   Dictionary of Greek

  • προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”