- ἐμ-βολισμός
ἐμ-βολισμός, ὁ, Sp., der Schalttag.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-βολισμός, ὁ, Sp., der Schalttag.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek
κανονιοβολισμός — ο 1. βολή πυροβόλου, κανονιά 2. συνεχής βολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιοβολώ (πρβλ. βολισμός < πυροβολώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek