- ἐννεά-κρουνος
ἐννεά-κρουνος, mit neun Quellen; ἡ ἐνν., ein Springbrunnen in Athen mit neun Sprudelröhren, der auch καλλιῤῥόη heißt, s. Thuc. 2, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐννεά-κρουνος, mit neun Quellen; ἡ ἐνν., ein Springbrunnen in Athen mit neun Sprudelröhren, der auch καλλιῤῥόη heißt, s. Thuc. 2, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίκρουνος — η, ο (Μ καλλίκρουνος, ον) αυτός που έχει ωραίους κρουνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κρουνος (< κρουνός) πρβλ. εννεά κρουνος, πολύ κρουνος] … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek