- ἐννεά-μυκλος
ἐννεά-μυκλος (s. μύκλα), ueunjährig, Antim. 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐννεά-μυκλος (s. μύκλα), ueunjährig, Antim. 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εννεάμυκλος — ἐννεάμυκλος, ον (Α) [μύκλος] 1. (για γαϊδούρι) αυτός που έχει εννέα μύκλους, δηλ. ραβδώσεις, επομ. ο ηλικίας εννέα ετών («ἐννεάμυκλος ὄνος», Καλλίμ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ισχυρός» … Dictionary of Greek