ἐμ-βροχή

ἐμ-βροχή

ἐμ-βροχή, , das Einweichen, Anfeuchten, Galen.; der feuchte Umschlag, Plut. de audit. 6. – Bei Luc. Lexiph. 11 die Schlinge zum Aufhängen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βροχή — rain fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …   Dictionary of Greek

  • βροχή — η 1. το φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει νερό σε σταγόνες από την ατμόσφαιρα: Χτες έριξε μιαγερή βροχή. 2. μτφ., για μεγάλη ποσότητα και συχνότητα: Έπεσαν βροχή οι ακρίδες. – Πέφτουν βροχή οι σφαίρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροχῇ — βρόχω gulp down aor subj pass 3rd sg (epic) βροχή rain fem dat sg (attic epic ionic) βροχῆι , βροχίς web fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροχαῖς — βροχή rain fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροχαί — βροχή rain fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροχῆς — βροχή rain fem gen sg (attic epic ionic) βροχίς web fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροχήν — βροχή rain fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροχῶν — βροχή rain fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • ύω — Α 1. ρίχνω βροχή, βρέχω («ὗε δ ἄρα Ζεὺς συνεχές», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ εν. ως απρόσ.) ὕει βρέχει («ἑπτὰ δὲ ἐτέων μετὰ ταῡτα οὐκ ὗε τὴν Θηρήν», Ηρόδ.) 3. (συν. με σύστοιχο αντικ.) ρίχνω σαν βροχή («βατράχους... ὗσεν ὁ θεός», Αθήν.) 4. μέσ. ὕομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”