- ἐμ-βροχίζω
ἐμ-βροχίζω, in Schlingen verstricken, Apollod. 2, 5, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-βροχίζω, in Schlingen verstricken, Apollod. 2, 5, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βροχίζω — ισα 1. πιάνω στο βρόχι. 2. φρ., «Βροχίζω την άγκυρα», δημιουργώ θηλιά στην άγκυρα για να τη σηκώσω από το βυθό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροχίζω — (AM βροχίζομαι) [βρόχος] (αρχ. μσν.) απαγχονίζομαι νεοελλ. συλλαμβάνω με βρόχο, παγιδεύω … Dictionary of Greek
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek
καταβροχίζω — και καταβρογχίζω (Α) δένω σε βρόχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροχίζω (< βρόχος «θηλειά»)] … Dictionary of Greek