- ἐν-απ-ομόργνυμαι
ἐν-απ-ομόργνυμαι (s. ὀμόργνυμι), darin abwischen, abdrücken, Porphyr. Stob. ecl. 1, 52, u. med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-απ-ομόργνυμαι (s. ὀμόργνυμι), darin abwischen, abdrücken, Porphyr. Stob. ecl. 1, 52, u. med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ενομόργνυμαι — ἐνομόργνυμαι (Α) [ομόργνυμαι] 1. σκουπίζω, σφογγίζω 2. εντυπώνω, αποτυπώνω, χαράσσω επάνω … Dictionary of Greek
προσομόργνυμι — Α (κυρίως το μέσ.) προσομόργνυμαι μεταδίδω κάτι σε κάποιον με προστριβή, τού προσάπτω, τού προσκολλώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀμόργνυμαι «σφουγγίζω, σκουπίζω»] … Dictionary of Greek