- ἐν-απο-βρέχω
ἐν-απο-βρέχω, benetzen, einweichen in, τινί, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-απο-βρέχω, benetzen, einweichen in, τινί, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ἀποβεβρεγμένα — ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποβεβρεγμένᾱ , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποβεβρεγμένᾱ , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβεβρεγμένον — ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp masc acc sg ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβεβρεγμένων — ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp fem gen pl ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρεχθέντα — ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρεχομένων — ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres part mp fem gen pl ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρεχόμενον — ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres part mp masc acc sg ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέξαι — ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) aor inf act ἀποβρέξαῑ , ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέξαντα — ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέχει — ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβρέχοντα — ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres part act neut nom/voc/acc pl ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)