πιαστήριος

πιαστήριος

πιαστήριος, = πιεστήριος, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιεστήριος — α, ο / πιεστήριος, ον, ΝΜΑ, και πιαστήριος Α [πιεστήρ] 1. αυτός με τον οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι («πιαστήρια /ὄργανα», Ηλιόδ.) 2.το ουδ. ως ουσ. το πιεστήριο(ν) και πιαστήριον το όργανο με το οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
https://greek2deu.de-academic.com/8766/%CF%80%CE%B9%CE%B1%CF%83%CF%84%E1%BD%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82 Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”