- ἐκ-νίκησις
ἐκ-νίκησις, ἡ, das Erkämpfen, Besiegen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-νίκησις, ἡ, das Erkämpfen, Besiegen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νίκησις — νίκησις, ἡ (ΑΜ) [νικώ] νίκη σε πόλεμο ή σε αγώνες («νίκησις πολέμου», Λίβ. και Ροδ.) μσν. φρ. «δίδω νίκησιν» βοηθώ κάποιον να νικήσει, ενισχύω … Dictionary of Greek