ἐκ-μίσθωσις

ἐκ-μίσθωσις

ἐκ-μίσθωσις, , das Vermiethen, Verdingen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μίσθωσις — letting for hire fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθώσει — μίσθωσις letting for hire fem nom/voc/acc dual (attic epic) μισθώσεϊ , μίσθωσις letting for hire fem dat sg (epic) μίσθωσις letting for hire fem dat sg (attic ionic) μισθόω let out for hire aor subj act 3rd sg (epic) μισθόω let out for hire fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθώσεις — μίσθωσις letting for hire fem nom/voc pl (attic epic) μίσθωσις letting for hire fem nom/acc pl (attic) μισθόω let out for hire aor subj act 2nd sg (epic) μισθόω let out for hire fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθώσεσι — μίσθωσις letting for hire fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθώσεσιν — μίσθωσις letting for hire fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθώση — μίσθωσις letting for hire fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσθωσιν — μίσθωσις letting for hire fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • μισθωσίδιον — μισθωσίδιον, τὸ (Α) πενιχρή μίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσθωσις + υποκορ. κατάλ. ίδιον] …   Dictionary of Greek

  • μισθώσιμος — μισθώσιμος, ον (Α) [μίσθωσις] 1. αυτός ο οποίος μπορεί να μισθωθεί ή να καταβληθεί, να πληρωθεί 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μισθώσμα τα δημόσια κτήματα τα οποία παρέχονται αντί ενοικίου …   Dictionary of Greek

  • υπομίσθωση — η / ὑπομίσθωσις, ώσεως, ΝΑ η σε άλλο άτομο εκμίσθωση, εν μέρει ή εν όλω, τού μισθίου από τον πρώτο μισθωτή, υπενοικίαση νεοελλ. (νομ.) η μεταβίβαση τής μισθωτικής σχέσης από τον μισθωτή σε τρίτο πρόσωπο, αλλ. υπεκμίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”