πεύκη

πεύκη

πεύκη, , die Fichte, Föhre, Pechfichte, lat. picea; Il. 11, 494. 23, 328; Hes.; Pind. frg. 48; zur Fackel gebraucht, dah. = Fackel, Aesch. Ag. 279, wie Soph. πελασϑῆναι φλέγοντ' ἀγλαῶπι πεύκᾳ, O. R. 214, wie πεύκης σέλας Eur. Troad. 298; ἅπτουσι πεύκας, Or. 1543, neben ἐλάτη, Plat. Legg. IV, 705 c; Theophr. u. A.; Plut. Symp. 5, 3 sagt ἡ πίτυς καὶ τὰ ἀδελφὰ δένδρα, πεῠκαι καὶ στρόβιλοι. Bei Eur. I. A. 39 Schreibtafel von Holz. – Buttm. Lexil. I p. 17 macht wahrscheinlich, daß der Grundbegriff von πεύκη nicht der der Bitterkeit sei, sondern der Spitze, nicht der bittere Pechbaum, sondern der Stechbaum, von der Wurzel ΠΥΚ, dem latein. pug, pungo. Vgl. noch πικρός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεύκη — πεύκη, η και πεύκος, ο και πεύκο, το κωνοφόρο δέντρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεύκη — pine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκῃ — πεύκη pine fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Πεύκη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) του νομού Τρικάλων …   Dictionary of Greek

  • πευκῶν — πεύκη pine fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεῦκαι — πεύκη pine fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκαις — πεύκη pine fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκαισι — πεύκη pine fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκαισιν — πεύκη pine fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκην — πεύκη pine fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”