πεύκινος

πεύκινος

πεύκινος, von der Fichte kommend, gemacht, fichten; λαμπάς, Soph. Trach. 1188; κορμοί, Eur. Hec. 575; δάκρυ, das von der Fichte tröpfelnde Harz, Med. 1200; ξύλα, Pol. 5, 89, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεύκινος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκινος — η, ο / πεύκινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεύκο 2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου αρχ. το ουδ. ως ουσ. τα πεύκινα τα κλαδιά πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • πεύκινος — η, ο ο από πεύκο κατασκευασμένος, αλλιώς τσαμίσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πευκίνων — πεύκινος of fem gen pl πεύκινος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκινον — πεύκινος of masc acc sg πεύκινος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκίναις — πεύκινος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκίνη — πεύκινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκίνην — πεύκινος of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκίνης — πεύκινος of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκίνοις — πεύκινος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκίνοισι — πεύκινος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”