- ἐκ-κλίτης
ἐκ-κλίτης, ὁ, der von der gewöhnlichen Ordnung abweicht, D. L. 2, 130, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-κλίτης, ὁ, der von der gewöhnlichen Ordnung abweicht, D. L. 2, 130, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγκλίτης — ὁ, Α αυτός που συντρώγει σε συμπόσιο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτημόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλίτης (< θ. κλι τού κλίνω + κατάλ. της), πρβλ. παρα κλίτης] … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek