πευκάλιμος

πευκάλιμος

πευκάλιμος, hom. Wort, das aber nur in der Il. 8, 366. 14, 165. 15, 81. 20, 35, und auch hier stets in derselben Verbindung ἐν φρεσὶ πευκαλίμῃσι vorkvmmi, die auch aus Hes. frg. 33 citirt und von den Alten als Nebenform von πυκνός erklärt wird [man vergleiche λευγαλέος u. λυγρός, ευ ist häufige Dehnung der Wurzel υ], also wie φρένες πυκιναί, s. πυκινός. Andere leiteten es von πεύκη ab u. erkl. »der scharfe, durchdringende Verstand«, s. aber Buttm. Lexil. I p. 18. – Πραπίδεσσιν ἀρηρότα πευκαλίμῃσι, Orak. bei D. L. 1, 30; πευκαλίμοις μήδεσι, Inscr. Ep. ad. 359 b (App. 299).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πευκάλιμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκάλιμος — η, ον, Α εμβριθής, οξύς, έξυπνος («φρεσὶ πευκαλίμῃσιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + επίθημα άλιμος μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *πεῦκος (βλ. λ. πεύκη), πρβλ. εἰδάλιμος. εἶδος] …   Dictionary of Greek

  • πευκαλίμαις — πευκάλιμος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμη — πευκάλιμος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμοις — πευκάλιμος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμοισιν — πευκάλιμος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμῃς — πευκάλιμος fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμῃσι — πευκάλιμος fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμῃσιν — πευκάλιμος fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκάλιμαι — πευκάλιμος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”