πευκάλιμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκάλιμος — η, ον, Α εμβριθής, οξύς, έξυπνος («φρεσὶ πευκαλίμῃσιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + επίθημα άλιμος μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *πεῦκος (βλ. λ. πεύκη), πρβλ. εἰδάλιμος. εἶδος] … Dictionary of Greek
πευκαλίμαις — πευκάλιμος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκαλίμη — πευκάλιμος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκαλίμοις — πευκάλιμος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκαλίμοισιν — πευκάλιμος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκαλίμῃς — πευκάλιμος fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκαλίμῃσι — πευκάλιμος fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκαλίμῃσιν — πευκάλιμος fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκάλιμαι — πευκάλιμος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… … Dictionary of Greek