- πευκαλέος
πευκαλέος, = ξηρός, nur bei Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πευκαλέος, = ξηρός, nur bei Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πευκαλέος — α, ον, Α ξηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + επίθημα αλέος μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *πεῦκος (βλ. λ. πεύκη), πρβλ. κερδ αλέος: κέρδος] … Dictionary of Greek
πευκαλούμαι — έομαι, Α [πευκαλέος] ξηραίνομαι … Dictionary of Greek
πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… … Dictionary of Greek