- πιτῡρίτης
πιτῡρίτης, ὁ, = πιτυρίας, Ath. III, 114 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιτῡρίτης, ὁ, = πιτυρίας, Ath. III, 114 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιτυρίτης — ο, ΝΑ (ενν. άρτος) ψωμί παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο αλεύρι, πιτυρίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. ίτης, που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπ ίτης, κριβαν ίτης)] … Dictionary of Greek
πιτυρίας — ὁ, Α (ενν. ἄρτος) μαύρο ψωμί, πιτυρίτης*. || μτφ. (για πρόσ.) (ως σκωπτική προσφώνηση) πολύ μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + επίθημα ίας* (πρβλ. αποπυρ ίας)] … Dictionary of Greek
πιτυρούς — οῡντος, ὁ, Μ πιτυρούχος άρτος, πιτυρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. οῦς (< όεις*), πρβλ. πλακ ούς] … Dictionary of Greek
πιτυρούχος — α, ο, Ν 1. αυτός που περιέχει πίτυρα («πιτυρούχο αλεύρι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο πιτυρούχος ο πιτυρίτης άρτος, το πιτυρούχο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek