- πιτῡρίς
πιτῡρίς, ἡ, ἐλαία, eine kleine Olivenart, von der Farbe der Kleie, πίτυρον, die unreif gepflückt u. aufbewahrt wurde, Ath. II, 56 c; auch aus Callim. Hecale angef.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιτῡρίς, ἡ, ἐλαία, eine kleine Olivenart, von der Farbe der Kleie, πίτυρον, die unreif gepflückt u. aufbewahrt wurde, Ath. II, 56 c; auch aus Callim. Hecale angef.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιτυρίς — ίδος, ἡ, Α (ενν. ἐλαία) είδος μικρής ελιάς όμοιας στο χρώμα με το πίτυρο η οποία συλλεγόταν και συσκευαζόταν πριν να ωριμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς, πιτυ ίς)] … Dictionary of Greek
πιτυρίδες — πιτυρίς small fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυρίδα — και πιτερίδα και πιτυρήθρα, η, Ν ιατρ. λέπια από το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής, άφθονα σε περιπτώσεις πιτυριάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτυρίδα < αρχ. πιτυρίς < πίτυρον. Ο τ. πιτερίδα < πίτερο < αρχ. πίτυρον. Ο τ. πιτυρήθρα < πίτυρον +… … Dictionary of Greek