ἐκ-φανής

ἐκ-φανής

ἐκ-φανής, ές, hervorscheinend; κάρυον ἐκ λεπίδων Philp. 20 (VI, 102); sichtbar, deutlich, τέκμαρ ἀνδρός Aesch. Eum. 235; ἐκφανῆ γένοιτο ὅπη ἔχει Plat. Rep. VII, 528 c; hervorleuchtend, berühmt, Poll. 5, 158 Artemid. 2, 30. – Adv. ἐκφανῶς, deutlich, Pol. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Φάνης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάνης — fem nom sg φαίνω A ren. aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) φανάω pres ind act 2nd sg φανάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάνῃς — Φάνης masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάνης — I Ονομασία του Δημιουργού Έρωτα στην Ορφική θεογονία. Ήταν ένας πρωτόγονος θεός που ξεπήδησε από το αβγό του κόσμου, το οποίο γέννησε η Νυξ. Στις Ορφικές Ραψωδίες, που διασώθηκαν από τον Ιερώνυμο και τον Ελλάνικο, ο Χρόνος αναφέρεται ως αιτία των …   Dictionary of Greek

  • φανῆς — φαίνω A ren. fut ind act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) φανή torch fem gen sg (attic epic ionic) φᾱνῆς , φανός 1 shining fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φανῇς — Φάνη fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανῇς — φαίνω A ren. aor subj pass 2nd sg φανάω pres subj act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανάω pres subj act 2nd sg (epic ionic) φανή torch fem dat pl (epic) φᾱνῇς , φανός 1 shining fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάνῃς — φαίνω A ren. aor subj act 2nd sg φά̱νῃς , φαίνω A ren. aor subj act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κακριδής, Φάνης — (Αθήνα 1933 –). Φιλόλογος και καθηγητής πανεπιστημίου, γιος του Ιωάννη Κακριδή (βλ. λ.). Μετά τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της κλασικής φιλολογίας στα πανεπιστήμια… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαλόπουλος, Φάνης — (Αθήνα 1895 – 1960). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά εμφανίστηκε στον κόσμο των γραμμάτων ως ποιητής και λογοτέχνης, δημοσιεύοντας ποιήματα και φιλολογικές μελέτες σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά,… …   Dictionary of Greek

  • φανῆις — φανῇς , φαίνω A ren. aor subj pass 2nd sg φανῇς , φανάω pres subj act 2nd sg (doric) φανῇς , φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανῇς , φανάω pres subj act 2nd sg (epic ionic) φανῇς , φανή torch fem dat pl (epic) φᾱνῇς , φανός 1 shining fem dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”