- ἐκ-τρώσκω
ἐκ-τρώσκω, Or. Sib., = ἐκτιτρώσκω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-τρώσκω, Or. Sib., = ἐκτιτρώσκω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τείρω — Α κατατρύχω, ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μιν ἔτειρεν ἔρως», Ησίοδ. β. «ἀλλά σε γήρας τείρει», Ομ. Ιλ. γ. «ἕλκει τειρόμενον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τείρω (< *τερ jω) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ter «τρίβω, διατρυπώ» (πρβλ. λατ.… … Dictionary of Greek