- ἐκ-σαλεύω
ἐκ-σαλεύω, herausschütteln, Ar. Lys. 1028, v. l. ἐκσκαλεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-σαλεύω, herausschütteln, Ar. Lys. 1028, v. l. ἐκσκαλεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλεύω — σαλεύω, σάλεψα, σαλεμένος βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: σαλεύω : η μτχ. σαλεμένος αντιστοιχεί κυρίως στη σημασία → μου σάλεψε (τρελάθηκα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαλεύω — cause to rock pres subj act 1st sg σαλεύω cause to rock pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… … Dictionary of Greek
σαλεύω — σάλεψα, σαλεύτηκα, σαλεμένος 1. μτβ., κινώ, σείω: Τα κύματα σαλεύουν το σκάφος. 2. αμτβ., μετατοπίζομαι, μετακινούμαι: Δε σάλεψε από τη θέση του. 3. κουνιέμαι, σείομαι: Δε σαλεύει φυλλαράκι. – Δε σάλεψαν τα χείλη της. 4. μτφ., κλονίζομαι, παθαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαλεύεσθε — σαλεύω cause to rock pres imperat mp 2nd pl σαλεύω cause to rock pres ind mp 2nd pl σαλεύω cause to rock imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλεύῃ — σαλεύω cause to rock pres subj mp 2nd sg σαλεύω cause to rock pres ind mp 2nd sg σαλεύω cause to rock pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσαλευμένα — σαλεύω cause to rock perf part mp neut nom/voc/acc pl σεσαλευμένᾱ , σαλεύω cause to rock perf part mp fem nom/voc/acc dual σεσαλευμένᾱ , σαλεύω cause to rock perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευθέντα — σαλεύω cause to rock aor part pass neut nom/voc/acc pl σαλεύω cause to rock aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευομένων — σαλεύω cause to rock pres part mp fem gen pl σαλεύω cause to rock pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευσάντων — σαλεύω cause to rock aor part act masc/neut gen pl σαλεύω cause to rock aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλευόμεθα — σαλεύω cause to rock pres ind mp 1st pl σαλεύω cause to rock imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)