- ἐκ-σαρκίζω
ἐκ-σαρκίζω, entfleischen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-σαρκίζω, entfleischen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαρκίζω — Α [σάρξ, σαρκός] αφαιρώ την σάρκα, γδέρνω («μετὰ δὲ σαρκίσας βοὸς πλευρῇ δέψει τῇσι χερσί», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
σαρκίσαι — σαρκίζω scrape clean of flesh aor inf act σαρκίσαῑ , σαρκίζω scrape clean of flesh aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσάρκιζε — σαρκίζω scrape clean of flesh imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκσεσαρκισμένα — ἐκ σαρκίζω scrape clean of flesh perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐκσεσαρκισμένᾱ , ἐκ σαρκίζω scrape clean of flesh perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐκσεσαρκισμένᾱ , ἐκ σαρκίζω scrape clean of flesh perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαρκίζω — Α (σχετικά με πληγή) 1. κόβω γύρω γύρω τις σάρκες 2. (το ρημ. επίθ.) περισαρκιστέον πρέπει κάποιος να περικόψει τη σάρκα ολόγυρα από την πληγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σαρκίζω «αφαιρώ, ξύνω τη σάρκα»] … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
σαρκίσας — σαρκίσᾱς , σαρκίζω scrape clean of flesh aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)