- ἐκ-σπερματόομαι
ἐκ-σπερματόομαι, in Saamen schießen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-σπερματόομαι, in Saamen schießen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπερματουμένης — σπερματόομαι to be sown pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματοῦσθαι — σπερματόομαι to be sown pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)