- ἐκ-ρῑνίζω
ἐκ-ρῑνίζω, auswittern, ausspüren, Luc. Philop. 22 aus einem com., wie es scheint.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-ρῑνίζω, auswittern, ausspüren, Luc. Philop. 22 aus einem com., wie es scheint.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρινίζω — ῥινίζω ΝΜΑ [ῥίνη] ξύνω με τη ρίνη, λιμάρω … Dictionary of Greek
ρινίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, τρίβω με το ρινί, λιμάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥίνισον — ῥινίζω file aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιρρινώ — έω, Α ρινίζω, λιμάρω κάτι γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥινῶ «ρινίζω, λιμάρω»] … Dictionary of Greek
ρίνισμα — το / ῥίνισμα, ΝΜΑ [ῥινίζω] το ψήγμα, το απόξεσμα που πέφτει από σκληρό σώμα, συνήθως μέταλλο, την ώρα που ρινίζεται, που αποξέεται με τη λίμα («ρινίσματα σιδήρου») νεοελλ. η ενέργεια τού ρινίζω, το λιμάρισμα … Dictionary of Greek
ρινώ — (I) άω, Α [ῥίς, ῥινός] 1. τραβώ, σέρνω κάποιον από τη μύτη 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥινᾱν ἐπὶ τοῡ ἐξαπατᾱν καταβουκολοῡντος». (II) άω, Α [ῥίνη] 1. ρινίζω 2. (σχετικά με συγγραφή) επεξεργάζομαι. (III) έω, Α [ῥίνη] ρινίζω … Dictionary of Greek
ἐξερρίνισα — ἐκ , ἐν ῥινίζω file aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἐκ ῥινίζω file aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκρινώ — ἐκρινῶ ( έω) (Α) [ρίνη] 1. κόβω ή τροχίζω με λίμα, λιμάρω, ρινίζω 2. κατατρώγω, καταναλίσκω … Dictionary of Greek
επιρρινίζω — κάνω κάτι λείο ή στιλπνό με τη ρίνη (τη λίμα), λιμάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρινίζω «λιμάρω» Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή]· … Dictionary of Greek
λιμάρω — 1. ρινίζω, ακονίζω, ξύνω κάτι με τη λίμα 2. μτφ. φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. limare «ακονίζω»] … Dictionary of Greek
παραρρινώ — άω, Α (σχετικά με νόμισμα) ρινίζω («πεντάδραχμον παρερρινημένον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥινῶ «ξύνω» (< ρίνη «λίμα»), πρβλ. κατα ρρινώ] … Dictionary of Greek