ριπτώ — έω, Α ῥίπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ τ. τού ῥίπτω κατά τα συνηρημένα] … Dictionary of Greek
ῥιπτῶ — ῥῑπτῶ , ῥίπτω throw pres subj act 1st sg (attic epic doric) ῥῑπτῶ , ῥίπτω throw pres ind act 1st sg (attic epic doric) ῥιπτάζω throw to and fro fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ῥιπτέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ῥιπτέω pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίπτω — ῥί̱πτω , ῥίπτω throw pres subj act 1st sg ῥί̱πτω , ῥίπτω throw pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίπτω — ΜΑ βλ. ρίχνω … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
ῥῖπτον — ῥίπτω throw pres part act masc voc sg ῥίπτω throw pres part act neut nom/voc/acc sg ῥίπτω throw imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ῥίπτω throw imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῖψον — ῥίπτω throw aor imperat act 2nd sg ῥίπτω throw fut part act masc voc sg ῥίπτω throw fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῖπτε — ῥίπτω throw pres imperat act 2nd sg ῥίπτω throw imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῖψαι — ῥίπτω throw aor imperat mid 2nd sg ῥίπτω throw aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῖψαν — ῥίπτω throw aor part act neut nom/voc/acc sg ῥίπτω throw aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίπτασκον — ῥίπτω throw imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ῥίπτω throw imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)