- ἐκ-ρύπτω
ἐκ-ρύπτω, ausspülen, reinigen, Poll. 1, 44. – Hsd. bei Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-ρύπτω, ausspülen, reinigen, Poll. 1, 44. – Hsd. bei Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥύπτω — cleanse pres subj act 1st sg ῥύπτω cleanse pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρύπτω — Α 1. καθαρίζω κάτι από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει 2. (ιδίως) πλένω κάτι με σαπούνι ή με σταχτόνερο 3. παροιμ. φρ. «ἐξ ὅτου γὼ ῥύπτομαι» αφ ότου άρχισα να πλύνομαι, δηλαδή από την παιδική μου ηλικία (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος +… … Dictionary of Greek
ῥύπτον — ῥύπτω cleanse pres part act masc voc sg ῥύπτω cleanse pres part act neut nom/voc/acc sg ῥύπτω cleanse imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ῥύπτω cleanse imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύπτεσθε — ῥύπτω cleanse pres imperat mp 2nd pl ῥύπτω cleanse pres ind mp 2nd pl ῥύπτω cleanse imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύψαι — ῥύπτω cleanse aor imperat mid 2nd sg ῥύπτω cleanse aor inf act ῥύψαῑ , ῥύπτω cleanse aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύψει — ῥύπτω cleanse aor subj act 3rd sg (epic) ῥύπτω cleanse fut ind mid 2nd sg ῥύπτω cleanse fut ind act 3rd sg ῥύψις cleansing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ῥύψεϊ , ῥύψις cleansing fem dat sg (epic) ῥύψις cleansing fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύψω — ῥύπτω cleanse aor subj act 1st sg ῥύπτω cleanse fut ind act 1st sg ῥύπτω cleanse aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπτόμεθα — ῥύπτω cleanse pres ind mp 1st pl ῥύπτω cleanse imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπτόμενον — ῥύπτω cleanse pres part mp masc acc sg ῥύπτω cleanse pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπτόντων — ῥύπτω cleanse pres part act masc/neut gen pl ῥύπτω cleanse pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυψόμεθα — ῥύπτω cleanse aor subj mid 1st pl (epic) ῥύπτω cleanse fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)