- ἐκ-πρησμός
ἐκ-πρησμός, ὁ, das Zischen des siedenden Wassers, Schol. Ar. Av. 1243.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-πρησμός, ὁ, das Zischen des siedenden Wassers, Schol. Ar. Av. 1243.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρησμός — ὁ, Α καύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη τού πίμ πρη μι* «πυρπολώ, φουσκώνω» + κατάλ. (σ)μός. Η παρουσία τού σ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… … Dictionary of Greek