- ἐκ-προ-πίπτω
ἐκ-προ-πίπτω (s. πίπτω), herausfallen; ἐκπροπεσοῠσα Orph. Lith. 319.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-προ-πίπτω (s. πίπτω), herausfallen; ἐκπροπεσοῠσα Orph. Lith. 319.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπίπτω — ΝΑ πέφτω προς τα εμπρός, κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός («προπεσόντες ἔρεσσον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για ικέτη) πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου 2. πέφτω πρώτος στο πεδίο τής μάχης 3. ορμώ προς τα εμπρός, φέρομαι ορμητικά προς τα εμπρός 4. (για ποταμούς … Dictionary of Greek
προπίτνω — Α (ποιητ. τ.) πέφτω πρηνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πίτνω, ποιητ. τ. τού πίπτω] … Dictionary of Greek
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek