- ἐξ-όστωσις
ἐξ-όστωσις, ἡ, Knochengeschwulst, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-όστωσις, ἡ, Knochengeschwulst, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όστωσις — ὄστωσις, ἡ (Μ) βλ. οστέωση … Dictionary of Greek
οστέωση — η (Μ ὀστέωσις και ὄστωσις) ο σχηματισμός τών οστών νεοελλ. 1. (ιστολ.) σύνολο ιστικών και βιοχημικών διεργασιών που καταλήγουν, με την καθίζηση αλάτων ασβεστίου, στην παραγωγή οστίτη ιστού, που αποτελεί ένα από τα στάδια τού σχηματισμού τών οστών … Dictionary of Greek