- ἐν-ωραΐζομαι
ἐν-ωραΐζομαι, Einem schön thun, zu gefallen suchen, τινί, Luc. Amor. 9; Chrysost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ωραΐζομαι, Einem schön thun, zu gefallen suchen, τινί, Luc. Amor. 9; Chrysost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὡραίζομαι — ὡραίζω beautify pres ind mp 1st sg ὡραΐζομαι , ὡραίζω beautify pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προωραΐζομαι — Α εξωραΐζομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὡραΐζομαι «στολίζομαι»] … Dictionary of Greek
ωραΐζω — ὡραΐζω, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. ᾡράζω Α [ὡραῑος] κάνω κάτι ωραίο, καλλωπίζω, εξωραΐζω μσν. αρχ. 1. τιμώ 2. παθ. ὡραΐζομαι α) (κυριολ. και μτφ.) στολίζομαι με τέχνη (α. «γυνὴ ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι», Λουκιαν. β. «ἐγκρατείᾳ ὡραϊζόμενος», Μηναί.) … Dictionary of Greek