- ἐξ-ωριάζω
ἐξ-ωριάζω, aus der Acht (ὤρα) lassen, πατρὸς λόγους, nicht beachten, Aesch. Prom. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ωριάζω, aus der Acht (ὤρα) lassen, πατρὸς λόγους, nicht beachten, Aesch. Prom. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επωριάζω — ἐπωριάζω (Α) μεριμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ωριάζω (< ώρα «φροντίδα», πρβλ. ολίγωρος < ολιγωρώ), ρ. που απαντά μόνον εν συνθέσει] … Dictionary of Greek