- ἐν-τομίας
ἐν-τομίας, ὁ, der Verschnittene, VLL.; von Thieren, Schol. Il. 9, 539.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τομίας, ὁ, der Verschnittene, VLL.; von Thieren, Schol. Il. 9, 539.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τομίας — τομίᾱς , τομίας one who has been castrated masc acc pl τομίᾱς , τομίας one who has been castrated masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομίας — ὁ, ΜΑ (για πρόσ.) ευνούχος αρχ. 1. ευνουχισμένο ζώο («κριὸς τομίας», Αντιφ.) 2. τομέας, κοπτήρας («ὅσοι τομίαι τῶν ὀδόντων», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τομή / τόμος + κατάλ. ίας*] … Dictionary of Greek
τομίαι — τομίας one who has been castrated masc nom/voc pl τομίᾱͅ , τομίας one who has been castrated masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομιῶν — τομίας one who has been castrated masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομίαις — τομίας one who has been castrated masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομία — τομίᾱ , τομίας one who has been castrated masc nom/voc/acc dual τομίας one who has been castrated masc voc sg τομίᾱ , τομίας one who has been castrated masc voc sg (attic) τομίᾱ , τομίας one who has been castrated masc gen sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομίαν — τομίᾱν , τομίας one who has been castrated masc acc sg (attic epic doric aeolic) τομίας one who has been castrated masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομίᾳ — τομίαι , τομίας one who has been castrated masc nom/voc pl τομίᾱͅ , τομίας one who has been castrated masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TESTIBUS (super) Aprinis Herculi juratum — super TESTIBUS Aprinis Herculi juratum docet Pausan. sicque foedus factum cum Nelei liberis. l. 4. Civius iuramenti inde sollemnis omnibus Athletis, eorum parentibus, fratribus, Gymnasiarchis, ad Olympiacos Lduos rite faciendos, idem meminit, l.… … Hofmann J. Lexicon universale
ημιτομίας — ἡμοτομίας, ὁ (Α) ο κατά το ήμισυ ευνούχος, ο μισοευνουχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τομίας «ευνούχος» (< τέμνω)] … Dictionary of Greek
τομιαίος — αία, ον, Α τομίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τομή / τόμος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek