- ἐν-τονία
ἐν-τονία, ἡ, Anspannung, Anstrengung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τονία, ἡ, Anspannung, Anstrengung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τονία — τονίᾱ , τόνιος tractor machines fem nom/voc/acc dual τονίᾱ , τόνιος tractor machines fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονία — ἡ, Α [τόνος] τμήμα τροχαλίας … Dictionary of Greek
τόνια — τόνιος tractor machines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
So You Think You Can Dance (Greece) — infobox television show name = So You Think You Can Dance caption = rating = format = Interactive reality game show runtime = creator = executive producer = developer = starring = (2007 present) country = filmed = network = Mega Channel first… … Wikipedia
Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
Liste des prenoms grecs — Liste des prénoms grecs Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
κατατονία — Έντονη κινητική διαταραχή που συνοδεύει συνήθως τη σχιζοφρένεια. Περιλαμβάνει ανώμαλες κινήσεις και στάσεις και διακρίνεται σε υπερκινητική και υποκινητική μορφή. Στα χαρακτηριστικά της κ. συμπεριλαμβάνονται η έλλειψη έκφρασης του προσώπου, η… … Dictionary of Greek
μυοτονία — η ιατρ. ασθένεια που συνίσταται σε παρατεταμένη συστολή ενός μυός με ανικανότητα χαλάρωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myotonie (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + τονία < τόνος < τείνω)] … Dictionary of Greek
πετονιά — Ειδικό αλιευτικό νήμα, χοντρό και στερεό, μήκους 20 έως 25 μ., που έχει στην άκρη του ένα ή περισσότερα αγκίστρια. Πετιέται με δύναμη από την παραλία στη θάλασσα και από το άλλο άκρο δένεται στην ξηρά ή κρατιέται με το χέρι. Η π. χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek