- ἐν-τορνεύω
ἐν-τορνεύω, eindrechseln, oft v. l. des Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τορνεύω, eindrechseln, oft v. l. des Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τορνεύω — τορνεύω, τόρνεψα και τόρνευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τορνεύω — και τορνάρω τόρνεψα, τορνεύτηκα, τορνεμένος 1. επεξεργάζομαι με τόρνο ξύλα, μέταλλα κτλ. 2. μτφ., (για λόγο) επεξεργάζομαι περίτεχνα: Τορνεμένο ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τορνεύω — ΝΜΑ [τόρνος] 1. κατεργάζομαι μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό με τόρνο, τορνάρω 2. μτφ. επεξεργάζομαι περίτεχνα τον λόγο, γραπτό ή προφορικό (α. «τορνευμένες φράσεις» β. «ἵνα τὴν γλῶσσαν τορνεύσαντες λόγον διὰ χειλέων ἐκπέμψωσι», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
τετορνευμένα — τορνεύω work with a lathe perf part mp neut nom/voc/acc pl τετορνευμένᾱ , τορνεύω work with a lathe perf part mp fem nom/voc/acc dual τετορνευμένᾱ , τορνεύω work with a lathe perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνεύῃ — τορνεύω work with a lathe pres subj mp 2nd sg τορνεύω work with a lathe pres ind mp 2nd sg τορνεύω work with a lathe pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετορνευμέναι — τορνεύω work with a lathe perf part mp fem nom/voc pl τετορνευμένᾱͅ , τορνεύω work with a lathe perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετορνευμένον — τορνεύω work with a lathe perf part mp masc acc sg τορνεύω work with a lathe perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετορνευμένων — τορνεύω work with a lathe perf part mp fem gen pl τορνεύω work with a lathe perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετορνεῦσθαι — τορνεύω work with a lathe perf inf mp τορνεύω work with a lathe perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετορνεύσθω — τορνεύω work with a lathe perf imperat mp 3rd sg τορνεύω work with a lathe perf imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνευόμενον — τορνεύω work with a lathe pres part mp masc acc sg τορνεύω work with a lathe pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)