- ἐν-τορεύω
ἐν-τορεύω, einmeißeln, von halberhabener Arbeit in Stein od. Metall; Ath. V, 210 c; Luc. adv. ind. 8 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τορεύω, einmeißeln, von halberhabener Arbeit in Stein od. Metall; Ath. V, 210 c; Luc. adv. ind. 8 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τορεύω — bore through pres subj act 1st sg τορεύω bore through pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορεύω — ΝΑ 1. κατασκευάζω με σμίλευση, εγγλυφή η σφυρηλάτηση ανάγλυφα ή έκτυπα σχήματα, κυρίως σε μέταλλο και σπανιότερα σε άλλο υλικό (α. «εὐφυᾱ ἐν τῷ τορεύειν καὶ λεπτουργεῑν», Πλούτ. β. «τορεύειν σίδηρον», Στράβ.) 2. λεπτουργώ, φιλοτεχνώ λεπτουργήματα … Dictionary of Greek
τετορευμένα — τορεύω bore through perf part mp neut nom/voc/acc pl τετορευμένᾱ , τορεύω bore through perf part mp fem nom/voc/acc dual τετορευμένᾱ , τορεύω bore through perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορεύσω — τορεύω bore through aor subj act 1st sg τορεύω bore through fut ind act 1st sg τορεύω bore through aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετορευμένον — τορεύω bore through perf part mp masc acc sg τορεύω bore through perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορεύει — τορεύω bore through pres ind mp 2nd sg τορεύω bore through pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορεύσεις — τορεύω bore through aor subj act 2nd sg (epic) τορεύω bore through fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρευε — τορεύω bore through pres imperat act 2nd sg τορεύω bore through imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετορευμένη — τορεύω bore through perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετορευμένην — τορεύω bore through perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετορευμένοι — τορεύω bore through perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)